Ιουνίου 21, 2008

Ένα κεφάλι που γύρισε, το χαμόγελο που σβήστηκε

Όσο ήταν δίπλα του γέλαγε. Τουλάχιστον αυτό έδειχναν τα μάγουλα που τσιτώνονταν με το ζόρι για να κρύψουν τον ατέλειωτο καημό. Την ώρα που θα χώριζαν του έπιασε το χέρι και τον φίλησε στο μάγουλο, ζώντας για λίγο την απύθμενη χαρά της παρουσίας του. Ύστερα γύρισε το κεφάλι της και άρχισε να απομακρύνεται… Τότε λοιπόν, όταν πια εκείνος δεν την έβλεπε, άφησε το πρόσωπό της να χαθεί στη στενοχώρια, να σκυθρωπιάσει, να πάρει τη θωριά του άπιαστου ονείρου. Αυτός πιάστηκε αγκαζέ με την αγάπη του και συνέχισε να περπατάει ατάραχος.
Σεβντάς μεγάλος, έρωτας αληθινός. Μα, προς Θεού, εκείνος δεν έπρεπε να το μάθει. Εκείνος ήταν χαρούμενος κι αυτό της αρκούσε. Ήθελε το καλό του, το χαμόγελό του, την ευτυχία του και ας μην είχε την κοινωνία της ψυχής και του σώματος μαζί του. Άλλωστε, ήταν φυσικό να μη γυρίσει καν να την κοιτάξει. Ο καθρέφτης το έλεγε πεντακάθαρα. Οι πρώτες ρυτίδες είχαν αρχίσει να σχηματίζονται στα μάγουλά της, κοκάλινα μυωπικά γυαλιά έστεκαν μπροστά στα μάτια της, η μύτη της ήταν υπερβολικά μεγάλη, το περπάτημά της άχαρο… Μα είναι ποτέ δυνατόν; Αυτή θα γύρναγε να κοιτάξει;