Ιανουαρίου 15, 2013

Σκοτώνοντάς σε

Γνωρίζοντάς σε, φυλακίζοντας την εικόνα σου στο χρόνο, βρέθηκα να κρατάω ένα σπόρο. Έτσι, ένιωσα τη μεγάλη ευθύνη. Να γίνω φιλόξενη γη, χώμα έφορο, έδαφος πλούσιο· να γίνω μήτρα κατάλληλη για να υποδεχτώ το σπόρο σου. Κι ευθύς, ο νους μου και η καρδιά μου άρχισαν τη σκληρή δουλειά.
            Χαραγμένη είναι η μορφή σου στον καμβά μου και η φαντασία μου παλέτα. Παίρνω πινέλα, τα βουτάω στα χρώματα και ξεκινάω. Με σχεδόν χορευτικές κινήσεις σε κόβω και σε ράβω. Κι ύστερα, σταματώ για λίγο και σε κοιτώ. Καλή μου φαίνεσαι, αλλά μπορώ και καλύτερη ακόμα να σε πλάσω. Παίρνω τα ψιλά πινέλα και αλλάζω το περιεχόμενο των ματιών σου, αλλάζω κι εμένα που καθρεφτίζομαι στις κόρες τους. Παίρνω και τη σβήστρα, χωρίς φόβο σβήνω ό,τι δε μου αρέσει και αφοσιώνομαι στη σκληρή δουλειά της ανασύνθεσης.
            Υγρά, μπαμπακιένια τα χέρια μου, στέρεα κρατάνε το σπόρο σου. Βαθειά, ζεστή η ανάσα μου, τον ζεσταίνει και τον ζωντανεύει. Κι αυτός, με τον καιρό, βγάζει φύτρα, φυλλαράκια, ριζώνει στα δυο μου χέρια, πετάει κλαδιά, ανθίζει και καρπίζει. Και τότε, βέβαια, θεριστής εγώ, μαζεύω τους καρπούς και άλλους τους στύβω πιέζοντάς τους με τα δυο μου χέρια και ρουφώ αχόρταγα το χυμό τους, ενώ άλλους τους φυλάω να ξεραθούν και κρατάω τον πολλαπλασιασμένο σπόρο σου· κρατάω το σπόρο μας.
            Μετά από καιρό σε συναντάω. Πιάνω τα χέρια σου και τα σταυρώνω. Πιάνω τα γόνατά σου και τα λυγίζω ελαφρά. Αγγίζω το πρόσωπό σου και απαλά το στρίβω, να αλλάξει η γωνία του. Προσπαθώ εναγωνίως, απελπισμένα, να σε ταιριάξω στο δημιούργημά μου, στη μορφή που στέκει χαραγμένη στον καμβά μου και με κοιτάει απειλητικά. Υπάρχουν, όμως, διαφορές.
            Παρακολουθώ τα μάτια σου, αφουγκράζομαι τον ήχο των πελμάτων σου, οσφραίνομαι τη μυρωδιά του απαλού σου λαιμού. Κι έπειτα, κοιτάω τους καρπούς σου, ακούω το θρόισμα των κλαριών σου τα οποία γέρνει ο άνεμος, μυρίζω τα άνθη σου. Υπάρχουν διαφορές.
            Τρομάζω, ο δημιουργός, ο πλάστης, με το δημιούργημά μου. Αρπάζω γρήγορα τη σβήστρα και σβήνω με λυσσασμένες κινήσεις τη μορφή σου από τον καμβά. Ακονίζω τα δόντια μου και αρχίζω να ροκανίζω περιμετρικά το φλοιό του κορμού σου. Απομένω, εν τέλει, μετέωρος σε αυτήν την εικόνα της καταστροφής, με μια χούφτα σπόρια στις υγρές μου απαλάμες.
            Στεγνώνω προσεκτικά τα χέρια μου, ψάχνω και βρίσκω το μεταλλικό μου γουδί, πετάω τους σπόρους μέσα του και αρχίζω με το γουδοχέρι ένα ανήλεο σφυροκόπημα. Συνθλίβονται οι σπόροι, συνθλίβονται τα παιδιά σου και παιδιά μου, κι ένα άρωμα από μαστίχα και μαχλέπι πλημμυρίζει το δωμάτιο.
            Απολαμβάνω το άρωμα, την ικανοποίηση που διαδέχτηκε τον πόνο της γέννας και κοιτώντας ακίνητος προς στιγμήν την άβυσσο σωπαίνω. Μετά γουρλώνω τα μάτια, ανάβω τον αναπτήρα μου μήπως και νικήσω με το φως του το πηχτό σκοτάδι, απλώνω τα χέρια στα τυφλά. Ψάχνω αχόρταγος στην άβυσσο το επόμενο αερικό, ξέροντας ότι εσύ κείτεσαι κάπου παράμερα σκοτωμένη.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Υπέροχο πραγματικά. Πυκνό και αέρινο συνάμα. Αφαιρετικό μα και μέσα σε στενά πλαίσια.

Μπράβο!

Λογω-τέχνης είπε...

Ανώνυμε, να 'σαι καλά, σ' ευχαριστώ για το σχόλιό σου. Τις καλημέρες μου!